- δυσεξευρετος
- δυσεξεύρετοςδυσ-εξεύρετος2с трудом находимый, скрытый, потаенный
(τόποι Arst.; θεῶν ἱερά Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τόποι Arst.; θεῶν ἱερά Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσεξεύρετος — η, ο (AM δυσεξεύρετος, ον) αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.) νεοελλ. 1. δυσκολοκατόρθωτος 2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος … Dictionary of Greek
δυσεξευρέτοις — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξευρέτῳ — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξεύρετα — δυσεξεύρετος hard to find out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξεύρετοι — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)